- ἀπολαυστικοῦ
- ἀπολαυστικόςdevoted to enjoymentmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολαυστικότητα — η η ιδιότητα του απολαυστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολαυστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek